Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2015

El experimento del trigo – Το πείραμα του σιταριού – The experiment of wheat


Οι σπόροι σιταριού ήρθαν στα χέρια μου από τη Ζέτα και τον Παύλο.  Με τα δύο παιδιά και το Γιώργο συζητούσαμε πολύ καιρό το στήσιμο ενός πειραματικού αγρού καλλιέργειας παραδοσιακών ποικιλιών, με σκοπό όχι μόνο την παραγωγή αλλά και τη διατήρηση αυτών των ποικιλιών, όπως επίσης και την εκπαίδευση ανηλίκων – ενηλίκων στη μεθοδολογία και φιλοσοφία της αγροτικής παραγωγής και της διάσωσης του γενετικού υλικού. 


Η καλλιεργητική χρονιά κύλησε ομαλά με πολλές βροχοπτώσεις και φυσιολογικές για την εποχή θερμοκρασίες. Με τη βοήθεια του Παναγιώτη ετοιμάσαμε το αγροτεμάχιο (με όργωμα και σβάρνισμα) για την πειραματική καλλιέργεια  στις αρχές Δεκέμβρη και σπείραμε στις 12 Δεκεμβρίου του δύο χιλιάδες δεκατρία.  Ο αγρός απόλαυσε τα βρόχινα νερά της περιόδου που ακολούθησε. Συγκομίσαμε χειρωνακτικά τον οικολογικά παραγόμενο σπόρο στις 23 Ιουνίου. Αυτούς τους καρπούς των δύο διαφορετικών παραδοσιακών ποικιλιών της ελληνικής χερσονήσου, χρησιμοποιούμε για την επανάληψη του πειράματος τη δεύτερη καλλιεργητική χρονιά 201415.

Tο έδαφος, το κλίμα και οι νόσοι που προσβάλλουν το φυτό αποτελούν τους παράγοντες που επιδρούν τα μέγιστα στη βλάστηση και απόδοση του σιταριού. Σκοπός του πειράματος είναι να μελετηθούν οι επιδράσεις των προαναφερόμενων παραγόντων στα αγρονομικά χαρακτηριστικά και η προσαρμοστικότητα δύο διαφορετικών ποικιλιών στις περιβαλλοντικές συνθήκες της περιοχής του Αγρινίου, η αλληλεπίδραση γονοτύπου - περιβάλλοντος.


Γιατί όμως σιτάρι;

Καθοριστικό ρόλο στην επιλογή αυτή, έπαιξε το γεγονός ότι με αφετηρία τους καρπούς του σιταριού, του αμπελιού και της ελιάς παράγονται το ψωμί, το κρασί, το ελαιόλαδο και άλλα διατροφικά προϊόντα. Αποτελούν τα τρία βασικά συστατικά πάνω στα οποία στηρίχθηκε η πρόοδος του μεσογειακού πολιτισμού στο πέρασμα των αιώνων, με φόντο μια πολύχρωμη βλάστηση που στην ευρωπαϊκή ήπειρο συναντιέται στην Ιβηρική χερσόνησο, διαπερνά τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ελλάδα κι εκτείνεται σε όλη τη μεσογειακή λεκάνη που καταλαμβάνει γη της Ασίας και της Αφρικής.

Δύο σημαντικοί λόγοι για τους οποίους το σιτάρι κατέχει πρωτεύουσα θέση στην παγκόσμια διατροφή, είναι η παροχή πάνω από το 20% των θερμίδων και των πρωτεϊνών στον άνθρωπο, όπως επίσης η ευκολία μεταφοράς και η ικανότητα αποθήκευσης του συγκομισμένου καρπού για μεγάλα χρονικά διαστήματα (Bushuk, 1998).1

Η καλλιέργεια του σιταριού μπορεί να χαρακτηριστεί ως προϊστορική, καθώς αρχαιότατα μνημεία της Αιγύπτου αλλά κι εβραϊκά ιερά βιβλία πιστοποιούν ότι η καλλιέργεια αυτή ήταν εδραιωμένη από εκείνα ακόμα τα χρόνια. Όσες φορές οι αρχαίοι Αιγύπτιοι και Έλληνες μιλούσαν για την εισαγωγή της καλλιέργειας στις χώρες τους, την απέδιδαν στα μυθολογικά πρόσωπα της Ίσιδος, της Δήμητρας και του Τριπτόλεμου. 2 Ιστορικά η υποχώρηση των λιμών πρέπει να αποδοθεί αφενός στη ζωογόνηση του εμπορίου σιτηρών, αφετέρου στη μεγάλη αύξηση των σοδειών και την επέκταση των καλλιεργήσιμων επιφανειών, συνέπεια του προϊόντος αγροτικού εποικισμού.3

Στα μεσογειακά χώματα ευδοκιμούν πολλά φυτικά είδη, και η επιτυχία της γεωργίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ορθολογική διαχείριση του νερού και τη σωστή επιλογή καλλιεργειών, συναρτήσει των κλιματολογικών συνθηκών.


Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κακής επιλογής καλλιέργειας που συνέβη στη χώρα με την είσοδό της στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα το 1980, αποτελεί η απόσυρση του σιταριού από μεγάλες εκτάσεις γης στη Θεσσαλία και η αντικατάστασή του από την υδροβόρα καλλιέργεια του βαμβακιού. Αυτή η επιλογή, που έγινε με βασικό κριτήριο την ευρωπαϊκή επιδότηση, σε συνδυασμό με τις αυξημένες απαιτήσεις του βαμβακιού σε αζωτούχες λιπάνσεις, έχει δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα νιτρορύπανσης στους υδροφόρους ορίζοντες της περιοχής.

Μεγάλα προβλήματα για την αντιμετώπιση των οποίων ορισμένοι λαϊκιστές έχουν προτείνει ως λύση, σαφέστατα αντιεπιστημονική για ψάρεμα αγροτικών ψήφων, την εκτροπή του ποταμού Αχελώου. Αντί για ορθολογική πρόταση και λύση με γενναία αναδιάρθρωση των καλλιεργειών στη γεωγραφική ζώνη της Θεσσαλίας, επέβαλλαν για δεκαετίες τη διαιώνιση και μεταφορά του προβλήματος στις επόμενες γενιές μέσω ενός περιβαλλοντικού εγκλήματος που έχει αντλήσει πάρα πολλά εκατομμύρια ευρώ από την κοινωνία.


Όταν οι γεωπολιτικές ανάγκες των συμμάχων, την περίοδο 1950-1980, χρειάζονταν ένα νεοελληνικό κράτος με δυνατή αγροτική παραγωγή - για να μπορεί ως παραμεθόρια χώρα να ανταπεξέλθει σε ενδεχόμενο κίνδυνο πολεμικής σύρραξης με τους βόρειους γείτονες του Ανατολικού μπλοκ - η δημιουργία δομών σωστής λειτουργίας Γεωργίας και Κτηνοτροφίας ήταν επιβεβλημένη.  Τότε πραγματοποιήθηκαν σημαντικά επιτεύγματα όπως η σιτάρκεια, οι αναδασμοί και τα μεγάλα εγγειοβελτιωτικά - αρδευτικά έργα, η ανάπτυξη δημόσιων υπηρεσιών του υπουργείου Γεωργίας με τους Γεωτεχνικούς κοντά στους Αγρότες, το θετικό εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων (τελευταία χρονιά που επιτεύχθηκε ήταν το 1980), κ.λπ..


Με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την κατάρρευση των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού», οι σύμμαχοι άλλαξαν προσανατολισμό στις γεωπολιτικές τους προτεραιότητες. Έπαψαν να φοβούνται τόσο πολύ τους Βόρειους γείτονες της Ελλάδας  κι άλλαξαν στρατηγική αντιμετώπισής τους, με σύναψη πρώτων συμφώνων αφοπλισμού και εμπορίου με τη Σοβιετική Ένωση και τις χώρες ανατολικής Ευρώπης. 

Δε χρειάζονταν πλέον ελληνικό κράτος ισχυρό παραγωγικά και διατροφικά, οπότε σταδιακά άρχισε η υπονόμευση της εγχώριας αγροτικής παραγωγής με τη γραφειοκρατικοποίηση των υπηρεσιών του Υπουργείου Γεωργίας, τη βαθμιαία συρρίκνωση της δημόσιας παροχής επιστημονικών υπηρεσιών των γεωπόνων και των κτηνιάτρων στους αγρότες και απομάκρυνσή τους από τα αγροκτήματα, την εισροή ανεξέλεγκτων επιδοτήσεων, τη δημιουργία χωματερών για τα πλεονάζοντα αγροτικά προϊόντα, την υποβάθμιση, την κομματικοποίηση ως και την καταστροφή των συνεταιρισμών και της αξίας του συνεταιριστικού κινήματος.


Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ξεκίνησε η απελευθέρωση του εμπορίου και η παγκοσμιοποίηση των αγορών. Εκείνη την εποχή ο Γύρος της Ουρουγουάης, αποτέλεσε διαπραγμάτευση που περιελάμβανε τα λεπτά θέματα της γεωργίας και της κλωστοϋφαντουργίας, οι εμπορικές συναλλαγές των οποίων αποτελούσαν μέχρι τότε το αντικείμενο ειδικών κανόνων, οι οποίοι έπρεπε πλέον να ενταχθούν προοδευτικά στην GATT.

Απόρροια της ενσωμάτωσης των συμφωνιών της GATT στο ευρωπαϊκό δίκαιο, ήταν η σταδιακή αλλαγή του προσανατολισμού της ελληνικής αγροτικής παραγωγής. Η οικονομία από παραγωγική μεταλλάχθηκε σε χρηματοπιστωτική, από το έγκλημα του χρηματιστηρίου περάσαμε στη φούσκα των υπερτιμημένων ακινήτων.

Την τελευταία εικοσαετία εξαφανίστηκε η υπηρεσία γεωργικών εφαρμογών του υπουργείου γεωργίας, με συνέπεια το κέντρο βάρους της συζήτησης από το πώς και τι παράγουμε να μετατοπιστεί στο πως και τι επιδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ουσιαστικά η παραγωγική μηχανή στράφηκε εξολοκλήρου στις ευρωπαϊκές συγχρηματοδοτήσεις παραγκωνίζοντας την πραγματική αγροτική παραγωγή με προσανατολισμό τις διατροφικές ανάγκες του πληθυσμού. 

Παράλληλα στην οικονομία συνέβη μετάβαση σε έναν τύπο μεταβιομηχανικού καπιταλισμού με τζογάρισμα στην πρωτογενή και δευτερογενή παραγωγή, και δημιουργία υπεραξίας από αυτήν ακριβώς την πράξη. Με αυτό το πλαίσιο προχώρησε η παγκοσμιοποίηση στον τομέα των τροφίμων, η οποία αποτυπώνεται κυρίως με τέσσερα φαινόμενα:  
1.      Δυνατότητα παραγωγής του ίδιου προϊόντος σε πολλές περιοχές του κόσμου, η οποία διαφοροποιείται ως προς την ποιότητα καθώς αυτή εξαρτάται από τις εδαφολογικές και κλιματολογικές συνθήκες, την ποικιλία και την ακολουθούμενη μέθοδο παραγωγής κάθε φορά.  
2.      Εξαγορά των τοπικών μονάδων παραγωγής τροφίμων από μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, με συνέπεια τη συγκεντροποίηση και τον έλεγχο από λίγους της διαχείρισης της τροφής. 
3.      Προσπάθεια εγκαθίδρυσης κοινών καταναλωτικών προτύπων, ώστε οι πολίτες να μπορούν να απορροφούν άμεσα τα νέα προϊόντα που προκύπτουν ως αποτέλεσμα της εφαρμογής των νέων τεχνολογιών αγροτικής παραγωγής. 
4.      Τεράστιες, σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες, δυνατότητες πώλησης των προϊόντων που παράγονται σε οποιαδήποτε (σχεδόν) χώρα του κόσμου (με οπτική πληροφόρηση για τα πολύ-λειτουργικά και παραγωγικά αγροκτήματα, αποτύπωση των μεθόδων παραγωγής τους και πωλήσεις μέσω διαδικτύου).


Σήμερα, πολύ σημαντικό εργαλείο είναι η ανάπτυξη καλλιεργειών τοπικών προϊόντων υψηλής ποιότητας, σε σύγκριση με χώρες όπου το κόστος παραγωγής είναι πολύ χαμηλό. Αντί να παράγουμε περισσότερα αγαθά χρειάζεται να παράγουμε λιγότερα σε ποσότητα αλλά ποιοτικώς διαφορετικά, ώστε να καταναλώνουν λιγότερους φυσικούς πόρους με διαφορετικές συνθήκες παραγωγής. 

Η εναλλακτική πρόταση απέναντι στο ολοκληρωτικό μοντέλο ζωής που προσπαθεί να επιβάλλει η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, χρειάζεται να είναι η ενεργοποίηση των τοπικών κοινωνιών και των συνεργατικών συλλογικοτήτων για την παραγωγή προϊόντων παραδοσιακών ποικιλιών. Συγκεκριμένα προϊόντα, των οποίων τα ειδοποιά χαρακτηριστικά αφορούν σε: επώνυμη - τοπική παραγωγή και διοχέτευσή της στην αγορά με μειωμένο ενεργειακό αποτύπωμα αντί της συγκεντροποίησης της σε λίγα χέρια, αναζωογόνηση της αγρό-βιοποικιλότητας και προώθηση της διαφορετικότητας αντί της ομοιομορφίας και της γενετικής διάβρωσης, διατήρηση των παραδοσιακών μεθόδων καλλιέργειας και της γνώσης που απορρέουν από αυτές.


Ένα από τα χαρακτηριστικά των αγροτικών κοινοτήτων που πολεμιέται λυσσαλέα όλα αυτά τα χρόνια, είναι η έννοια της αυτοδιαχείρισης ως βασικό πολιτικό στοιχείο του παραγωγικού και πολιτισμικού προτύπου ζωής. Ιδιαίτερα οι σπόροι αποτελούν το εφαλτήριο, υλικό με το οποίο επιτυγχάνεται η παραγωγή της τροφής (αλλά και βοτάνων, φυτικών φαρμάκων, κ.τ.λ. ) σε αρμονία με τη φύση. Μ’ αυτόν τον τρόπο οι σπόροι συνιστούν διαχρονικά, ένα από τα θεμελιακά κοινά αγαθά των αγροτικών κοινωνιών, τα commons της αγγλικής ορολογίας. Η ιδιωτικοποίηση, η παραγωγή και η απόπειρα διακίνησης γενετικά τροποποιημένων ποικιλιών σπόρων αλλάζει δραματικά το προαναφερόμενο αγροτικό τοπίο με ολέθριες επιπτώσεις στην τροφή που εισάγεται στο αστικό περιβάλλον.

Στις μέρες μας γίνονται διαπραγματεύσεις με απόλυτη μυστικότητα, με πολύ λίγες πληροφορίες διαθέσιμες για δημόσιο έλεγχο και αυξανόμενη επιρροή από εταιρικά λόμπι με γνώμονα αποκλειστικά το οικονομικό τους συμφέρον, όπως η ΤΤΙP (Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων) και η CETA (Συνολική Οικονομική και Εμπορική Συμφωνία μεταξύ Καναδά και Ε.Ε.). Οι πολιτικές που παράγονται από αυτές τις διαπραγματεύσεις είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τη διάλυση κοινωνικών και παραγωγικών προτύπων, την προώθηση για ιδιωτικοποίηση υπηρεσιών δημόσιου συμφέροντος στο όνομα των «πολιτικών της κρίσης», της αύξησης της «ανταγωνιστικότητας» και των πολιτικών λιτότητας.


Στόχος τους είναι όλη η πνευματικότητα του ανθρώπου, να περιοριστεί σε ένα αριθμητικό ισοδύναμο της ζωής, που σημαίνει για παράδειγμα ποιο είναι το κατάστημα που προσφέρει προϊόν με 99 λεπτά αντί για 1 ευρώ. Από την άλλη μεριά η αλλαγή των διατροφικών συνηθειών ώστε η τοπική παραγωγή να απορροφάται στο εσωτερικό της χώρας με παράλληλη δυνατότητα εξαγωγών της περίσσειας επώνυμων αγροτικών προϊόντων, μπορεί να αποτελέσει το σημαντικότερο υπαρξιακό στοίχημα για τις σύγχρονες γενιές που καλούνται να αντιμετωπίσουν τις αντιξοότητες ενός τοπίου που έχουν διαμορφώσει οι προηγούμενοι/-ες.

Ουσιαστικά για να δημιουργήσουμε τις συνθήκες αλλαγής της καθημερινότητάς μας και κατ’ επέκταση του πολιτισμού μας, χρειάζεται να αντιληφθούμε πως αν δε γίνουμε εμείς η δύναμη αλλαγής αυτού του κόσμου, δεν πρόκειται με ανάθεση κανένας και καμία άλλη να το πράξει για μάς. Για να δημιουργούμε εμείς την ιστορία κι όχι να είμαστε απλά θεατές της.


Βιβλιογραφικές πηγές
1. Bushuk W., Wheat breeding for end - product use. Euphytica 100:137 – 145, Kluwer Academic Publishers. Printed in the Netherlands, 1998. 
2. Γεννάδιος Π. Γ., Λεξικόν Φυτολογικόν, Εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1997.
3. Werner Rösener, Oι Αγρότες στην Ευρώπη, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999.
4. Heyne E. G., Wheat and wheat improvement (Second edition, number 13 in the series Agronomy), American Society of Agronomy, Inc. / Crop Science Society of America / Soil Science Society of America, Inc. - Madison, Wisconsin, USA 1987.


Τexto y fotografías de ©Dimitris V. Geronikos  
Las fotografías son realizadas en el ecosistema de Agrinio durante los años 2013, 2014 y 2015.
Κείμενο και Φωτογραφίες: ©Δημήτρης Β. Γερονίκος  
Λήψη φωτογραφιών στο οικοσύστημα του Αγρινίου, κατά τη διάρκεια των ετών 2013, 2014 και 2015.
Photοs and text by © Dimitris V. Geronikos
The photos are taken in the ecosystem of Agrinio, during the years 2013, 2014 and 2015.

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Εξαιρετική τοποθέτηση απο ένα πολύ αξιόλογο συναδελφο. εκφράζω την ταπεινή γνώμη ότι και στη Κύπρο στην οποία βρίσκομαι,απόρροοια της εφαρμογής των πολιτικών της ένωσης στο γεωργικό τομέα, όπως αναφέρονται στο άρθρο, εμφανίζονται πλέον τα ίδια συμπτώματα και συνέπειες... απαξίωση του ρόλου της γεωργίας στις τοπικές κοινωνίες, αποδυνάμωση των γεωργικών εφαρμογών, έλλειψη οράματος και προοπτικής στη γεωργια.

HeadWaiter είπε...

Με την σόγια τι μπορεί να γίνει;

Dimitris Geronikos είπε...

Ευχαριστώ συναδέλφισσα/-ε από την Κύπρο για την ανταπόκριση και την κριτική σου.
Σχετικά με τη σόγια, είναι πολύ γενική η ερώτηση. Αν ήταν πιο προσδιορισμένη θα μπορούσε να απαντηθεί.